- ἐπίμυκτος
- ἐπίμυκτοςscoffed atmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίμυκτος — ἐπίμυκτος, ον (Α) αυτός που επισύρει μυκτηρισμό, χλευασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιμύζω ή επιμύσσω «χλευάζω, περιγελώ»] … Dictionary of Greek